- μέσφι
- μέσφι (Α)(επικ. τ.) επίρρ. βλ. μέσφα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέσφα — μέσφα, και άλλ. επικ. τ. μέσφι, αρκαδ. τ. μέστε, και δωρ. τ. μέστα, θεσσ. τ. μές (Α) επίρρ. 1. μέχρι, έως («μέσφ ἠοῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (πριν από το ὅτε, με αόρ. οριστ.) μέχρις ότου, ωσότου 3. (χωρίς το ὅτε, ως σύνδ., με οριστ. ή υποτ.) έως («μέσφ… … Dictionary of Greek
χολάς — (I) και χολλάς, άδος, ἡ, Α 1. συν. στον πληθ. αί χολάδες και χολλάδες α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῡ τυφλοῡ χολάδες ἐπίκλην», Αρετ.) β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα 2. (στον εν.) α) η μεταξύ τού στηθικού… … Dictionary of Greek